- επίνευση
- (bas eğerek) kabul etme
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
επίνευση — η (AM ἐπίνευσις) [επινεύω] 1. συναίνεση που δηλώνεται με κλίση τού κεφαλιού προς τα κάτω, η συγκατάνευση 2. συγκατάθεση μσν. έμπνευση, επιφοίτηση (αρχ) 1 επιβεβαίωση, επικύρωση («καταστησάμενος τὴν ἀρχὴν ἐπινεύσει τῇ Καίσαρος», Ιώσ.) 2. κλίση τού … Dictionary of Greek
ἐπινεύσῃ — ἐπινεύσηι , ἐπίνευσις nodding assent fem dat sg (epic) ἐπινάω send forth emanations pres part act fem dat sg (epic ionic) ἐπινέω spin to pres part act fem dat sg (epic ionic) ἐπινέω 1 spin to pres part act fem dat sg (epic ionic) ἐπινέω 2 heap… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)